-
1 ἐώα
ἐώα· ἡ τοῖς προβάτοις περιτιθεμένη διφθέρα, Hsch.; cf. ὄα, ὤα, also ὑποδίφθερος. [full] ἔῳγα, [full] ἔῳγμαι,
См. также в других словарях:
εώα — ἐώα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῑς προβάτοις περιτιθεμένη διφθέρα» … Dictionary of Greek
1 ἐώα
εώα — ἐώα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῑς προβάτοις περιτιθεμένη διφθέρα» … Dictionary of Greek